Προ ολίγων ημερών, ελήφθη εκ μέρους του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων η απόφαση περί μετατροπής του αδικήματος του βασανισμού ζώων από πλημμέλημα που είναι μέχρι την παρούσα στιγμή, σε κακούργημα. Πρόκειται για μία εξέλιξη ιδιαιτέρως σημαντική η οποία δύναται να ανοίξει το δρόμο για την εξάλειψη των φαινομένων κακοποίησης ζώων, που δυστυχώς έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις στη χώρα μας, ιδίως το τελευταίο διάστημα. Στο παρόν άρθρο, γίνεται καταρχάς αναφορά στο ισχύον νομικό πλαίσιο σχετικά με την προστασία των ζώων και τις κυρώσεις που υφίστανται οι παραβάτες των σχετικών διατάξεων. Ακολούθως, παρουσιάζεται η πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και τονίζονται οι αλλαγές που αυτή θα επιφέρει σε επίπεδο κυρώσεων. Τέλος, υπογραμμίζεται η χρησιμότητα και η αναγκαιότητα της παρούσας αλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική νομολογία.
Ισχύουσα νομοθεσία
Καταρχάς, το άρθρο 24 του Συντάγματος μέσω του οποίου διασφαλίζεται μεταξύ άλλων η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ζώα, έθεσε ήδη από το 1975 τη βάση για την διαμόρφωση ενός ισχυρού νομικού πλαισίου προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, με το Ν. 586/1977 επετεύχθη η κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που αφορούσε την προστασία των ζώων καθ’ ον χρόνο διαρκεί η διεθνής μεταφορά τους. Εν συνεχεία, μέσω του Ν. 1197/1981 θεσμοθετήθηκε, έστω υποτυπωδώς, το πλαίσιο προστασίας των ζώων σε εγχώριο επίπεδο. Λίγα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα το 1992, ενσωματώθηκε στην υπάρχουσα στη χώρα μας νομοθεσία, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση που αφορούσε ειδικότερα τα ζώα συντροφιάς. Μεταγενέστερα δε, η Ελλάς προχώρησε στην κύρωση διεθνών συμβάσεων, την ενσωμάτωση κοινοτικών οδηγιών και την εφαρμογή κανονισμών συναφούς περιεχομένου. Το 1997, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ ήρθε να προστεθεί το «Πρωτόκολλο για την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων» βάσει του οποίου τόσο τα όργανα της ΕΕ, όσο και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα της ευζωίας των ζώων και συγχρόνως, να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα με στόχο την προστασία και των σεβασμό των ζώων κατά την εξεύρεση νέων πολιτικών κατευθύνσεων στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών και της έρευνας, αλλά και γενικότερα της ενιαίας αγοράς. Τέλος, μία ενίσχυση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου ιδίως όσον αφορά τα ζώα συντροφιάς, επιδιώχθηκε δια του Ν. 3170/2003.
Την παρούσα χρονική στιγμή η προστασία των ζώων και ειδικότερα η ρύθμιση του ζητήματος της κακοποίησής τους ερείδεται στις διατάξεις του Ν. 4039/2012 «Για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό».
Ειδικότερα, στο άρθρο 16 του συγκεκριμένου νόμου γίνεται λόγος περί της ρητής απαγορεύσεως του βασανισμού, της κακοποίησης, αλλά και της κακής και συγχρόνως βάναυσης μεταχείρισης οποιουδήποτε ζώου ανεξαιρέτως. Ακόμα, μνημονεύονται χαρακτηριστικές πράξεις βίας κατά των ζώων οι οποίες, προφανώς, επίσης απαγορεύονται, «όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός». Να μην παραλειφθεί, ότι εξίσου απαγορευμένη βάσει του παρόντος νομοθετήματος, καθίσταται και «η πώληση, εμπορία και παρουσίαση – διακίνηση μέσω διαδικτύου οποιουδήποτε οπτικοακουστικού υλικού, όπως βίντεο ή άλλου είδους κινηματογραφικού ή φωτογραφικού υλικού στα οποία απεικονίζεται οποιαδήποτε πράξη βίας εναντίον ζώου, καθώς και σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ζώων ή μεταξύ ζώου και ανθρώπου με σκοπό το κέρδος ή τη σεξουαλική ικανοποίηση ατόμων που παρακολουθούν ή συμμετέχουν σε αυτά». Να σημειωθεί τέλος, ότι εντός των προαναφερομένων, περιλαμβάνεται και η μονομαχία μεταξύ ζώων. Μοναδική εξαίρεση, αποτελεί η περίπτωση της χρησιμοποίησης τέτοιου είδους υλικού είτε για εκπαιδευτικούς σκοπούς, είτε σε κινηματογραφικές ταινίες.
Εν συνεχεία, στο άρθρο 19 περιγράφονται οι ενέργειες στις οποίες δύναται να προβεί ο Αρμόδιος Εισαγγελέας, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του άρθρου 16, που προαναφέρθηκε. Πρόκειται ασφαλώς για την προσωρινή ή και οριστική αφαίρεση -κατόπιν εντολής του Εισαγγελέα- του ζώου από τον παραβάτη, και ακολούθως, την μεταφορά και παράδοσή του στο καταφύγιο για αδέσποτα ζώα του εκάστοτε δήμου ή εναλλακτικά, σε φιλοζωική εταιρεία ή σωματείο. Επιπλέον, κατόπιν σχετικής διατάξεως του Εισαγγελέα, δύναται να απαγορευθεί και η απόκτηση νέου ζώου από τον παραβάτη.
Τέλος, όπως είναι αναμενόμενο, δεν απουσιάζουν και οι κυρώσεις τόσο ποινικής, όσο και διοικητικής φύσεως, όπως αυτές καταγράφονται στα άρθρα 20 και 21, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, για τους παραβάτες του αρ. 16 παρ. α και β προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή η οποία κυμαίνεται μεταξύ 5.000-15.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής δε, η εν λόγω χρηματική ποινή διπλασιάζεται. Όσον αφορά δε, τις διοικητικές κυρώσεις και τα σχετικά πρόστιμα, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι ο παραβάτης των διατάξεων του αρ. 16 που αναφέρθηκαν ανωτέρω, υποχρεούται στην καταβολή προστίμου αξίας 30.000 ευρώ για κάθε ζώο και περιστατικό. Στη δε περίπτωση εγκατάλειψης ζώου που έχει υποστεί τραυματισμό κατόπιν τροχαίου ατυχήματος, προβλέπεται πρόστιμο αξίας 300 ευρώ.
Να τονιστεί ακόμα, ότι βάσει της Εγκυκλίου 4/2014 της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ζητείται να δίνονται εντολές από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών προς τους αρμόδιους Αστυνομικούς διευθυντές και τα συναφή όργανα που υπάγονται σε αυτούς, αναφορικά με τη βεβαίωση των παραβάσεων που περιλαμβάνονται εντός του κειμένου του Ν. 4039/2012. Ζητείται επίσης, να εξετάζονται με περίσσεια προσοχή όλες ανεξαιρέτως οι καταγγελίες και πληροφορίες, ανεξαρτήτως της πηγής προέλευσής τους –ακόμα και από το διαδίκτυο- σχετικά με «περιστατικά βασανισμού, κακοποίησης, κακής και βάναυσης μεταχείρισης οποιουδήποτε είδους ζώου, πράξεων βίας κατ΄ αυτού, όπως ιδίως δηλητηρίαση, κρέμασμα, πνιγμό, σύνθλιψη, ακρωτηριασμό κλπ», όπως αναφέρεται στη σελ. 4 της Εγκυκλίου. Κάθε φορά δε, που θα διαπιστώνεται τυχόν παράβαση από κάποιον των διατάξεων των αρ. 16 και 20 του Ν. 4039/2012 που προαναφέρθηκε, και ειδικότερα στην περίπτωση που αυτός καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να το διαπράττει, θα εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία, δηλαδή θα συλλαμβάνεται και θα προσαγάγεται γιατί πρόκειται για αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα1, ενώ εάν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό οι αρμόδιοι θα προχωρούν σε καταμήνυση.
Ο βασανισμός ζώων ως κακούργημα
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί πολυάριθμες περιπτώσεις βάναυσης κακοποίησης ζώων σε διαφορετικές περιοχές της χώρας μας, με πιο πρόσφατη εκείνη που αποδίδεται σε δύο άντρες στη Νίκαια της Αττικής. Με αφορμή τέτοιου είδους αποτρόπαιες πράξεις, ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης, έλαβε την απόφαση περί μετατροπής του αδικήματος του βασανισμού ζώων σε κακούργημα. Όπως τόνισε και ο ίδιος ο Υπουργός, η άσκηση βίας κατά των ζώων αποτελεί «βαριά προσβολή τόσο σε βάρος της πολιτείας όσο και της ελληνικής κοινωνίας», καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για περαιτέρω αυστηροποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου.
Η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με τη μετατροπή του αδικήματος του βασανισμού ζώων από πλημμέλημα που είναι μέχρι την παρούσα στιγμή, σε κακούργημα. Η διαφορά είναι ιδιαιτέρως σημαντική και αφορά την επιβαλλόμενη κάθε φορά ποινή.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το αρ. 18 του Ποινικού Κώδικα, οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματακαι πλημμελήματα. Για τις πράξεις που υπάγονται στην πρώτη κατηγορία προβλέπεται πρόσκαιρη ή ισόβια κάθειρξη. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση οι σχετικές πράξεις τιμωρούνται «με φυλάκιση ή περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή μόνο με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας». 2 Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη και το αρ. 52 του Ποινικού Κώδικα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί αναφορικά με την κάθειρξηότι αυτή είναι πρόσκαιρη και «κατ’ εξαίρεση, εφόσον ο νόμος το ορίζει ρητά», ισόβια. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δε, κυμαίνεται μεταξύ 5-15 ετών, ενώ η διάρκεια της φυλάκισης, όπως αυτή αναφέρεται στο αρ. 53 του Ποινικού Κώδικα, κυμαίνεται μεταξύ 10 ημερών-5 ετών. Επιπρόσθετα, να τονιστεί ότι σύμφωνα με το αρ. 111 παρ. 2 και 3 του Ποινικού Κώδικα, η παραγραφή στην περίπτωση των κακουργημάτων επέρχεται «μετά 20 έτη αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά 15 έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά». Στη δε περίπτωση των πλημμελημάτων, η παραγραφή επέρχεται σε διάστημα 5 ετών.
Συνεπώς, βάσει των προαναφερομένων, εάν τροποποιηθεί το ισχύον νομικό πλαίσιο για τον βασανισμό των ζώων, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις στις οποίες παραπέμπει η σχετική υπουργική απόφαση, οποιοσδήποτε προβαίνει σε τέτοιου είδους απαράδεκτες και καταδικαστέες ενέργειες, θα τιμωρείται με την ποινή της κάθειρξης, η οποία όπως προκύπτει βάσει των ανωτέρω, διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη αντίστοιχα, της φυλάκισης.
Για να κατανοήσουμε εμπράκτως την εν λόγω διαφορά των επιβαλλόμενων ποινών, δύναται να γίνει μία αναφορά στην Απόφαση 1565/2018 του Ε’ Τμήματος του Αρείου Πάγου η οποία αφορούσε την κακοποίηση δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς. Να σημειωθεί, ότι στην παρούσα περίπτωση, ζητήθηκε η αναίρεση της τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης βάσει της οποίας ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για κακοποίηση δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης διάρκειας 5 μηνών, η εκτέλεση της οποίας όμως ανεστάλη για 3 χρόνια.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στην προαναφερόμενη υπόθεση, είναι αναγκαίο να τονιστεί, ότι στις 26/06/2013 ο κατηγορούμενος ενώ οδηγούσε, σταμάτησε σε κεντρικό δρόμο αφήνοντας στην άκρη ένα κλειστό τσουβάλι εντός του οποίου βρισκόταν ένας θηλυκός σκύλος μικρής ηλικίας. Οι δύο μάρτυρες οι οποίοι εξετάσθηκαν και βρίσκονταν στο σημείο του συμβάντος, σημείωσαν τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του δράστη και εν συνεχεία, βγήκαν στο δρόμο, άνοιξαν το τσουβάλι και αντίκρισαν τον σκύλο ο οποίος είχε λερωθεί από τα περιττώματά του και κινδύνευε να πεθάνει λόγω ασφυξίας, εφόσον δεν υπήρχαν πουθενά στο τσουβάλι ανοίγματα, προκειμένου να αναπνέει, ενώ ήταν και δεμένο στο σημείο του ανοίγματός του. Έναντι όλων αυτών, ο κατηγορούμενος αντέταξε το επιχείρημα ότι είχε αφήσει το σκύλο στο συγκεκριμένο σημείο, για να τον παραλάβει ένας γνωστός του, τον οποίο κατονόμασε. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε, και ασφαλώς, όπως ήταν αναμενόμενο, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος.
Ως γνωστόν, και όπως αναφέρεται και στη σχετική απόφαση, αλλά και στο αρ. 1 του Ν. 4039/2012, ο κάτοχος δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς έχει υποχρέωση να μεριμνά τόσο για την προστασία, όσο και για την καλή μεταχείρισή του, ώστε, εν προκειμένω ο σκύλος, να μην υποφέρει. Ωστόσο, καθίσταται σαφές, βάσει των προαναφερομένων, ότι ο κατηγορούμενος δολίως, υπαιτίως, παρανόμως και ποινικώς κολασίμως προέβη στην ανωτέρω πράξη, εφόσον ο σκύλος θα πέθαινε από ασφυξία, εάν δεν εντοπιζόταν εγκαίρως από τους διερχομένους κατοίκους της περιοχής.
Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης, ασφαλώς, απορρίφθηκε και ο αναιρεσείοντας καταδικάσθηκε στα δικαστικά έξοδα. Η παρούσα όμως, είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις κακοποίησης ζώων, που πλέον τείνουν να γίνουν καθημερινό φαινόμενο στη χώρα μας. Κανένα ζώο δεν δικαιούται να υφίσταται τέτοιου είδους απάνθρωπη, ελεεινή και απολύτως κατακριτέα και καταδικαστέα συμπεριφορά. Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του ζητήματος και της επικρατούσας κατάστασης, όπως επίσης και το γεγονός πως η ποινή θα πρέπει να λειτουργεί μεταξύ άλλων αποτρεπτικά για τη διάπραξη αδικημάτων, ορθώς ελήφθη από τον αρμόδιο Υπουργό η απόφαση περί μετατροπής του βασανισμού ζώων από πλημμέλημα, σε κακούργημα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω. Ελπίδα όλων, είναι ασφαλώς, πως η εφαρμογή εμπράκτως της σχετικής απόφασης, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξάλειψη, επιτέλους, των φαινομένων κακοποίησης ζώων.
1Βλ. και αρ. 242 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2Να σημειωθεί ότι βάσει του αρ. 98 παρ. 1 του Ν. 4623/2019 ανεστάλη η ισχύς εκείνων των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019) που αφορούν «την παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή είτε ως μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή χρηματικής ποινής» (βλ. αρ. 18 ΠΚ υποσημ. 1).